Δεν ξέρω αν έχω αναφέρει ποτέ ότι, αν κάτι μου την σπάει περισσότερο από το να αγοράζω ελαττωματικά προϊόντα, είναι η διαδικασία η οποία απαιτείται για να επιστρέψεις το ελαττωματικό προϊόν. Διαδικασία η οποία συνήθως περιλαμβάνει αδιέξοδες συζητήσεις με νέο-προσληφθέντες πωλητές, οι οποίοι χρειάζονται manual για να χρησιμοποιήσουν ακόμα και οδοντογλυφίδα. (πρέπει να είναι προαπαιτούμενο προσόν στις προσλήψεις σε καταστήματα με προϊόντα τεχνολογίας.)
Ακόμα βλέπω εφιάλτες με τον πωλητή στο Πλαίσιο, ο οποίος μόλις του έδωσα το καταφανώς ελαττωματικό Qtek 9090 (650 ευρώ πριν 3 χρόνια παρακαλώ!), που ο ίδιος μου είχε πουλήσει την προηγούμενη μέρα, είπε: “Α, καλέ, κι άλλο από δαύτα. Το έκτο που μας φέρνουν πίσω σε μια βδομάδα. Δυστυχώς δεν μπορώ να το αλλάξω, δεν έχετε φέρει την συσκευασία.”
Έπρεπε να χρησιμοποιήσω όλη μου την ευγένεια και την διπλωματία ώστε να καταφέρω να τον πείσω ότι αν δεν μου δίνανε άλλο Qtek, όντως θα έτρωγα όλα τα μελομακάρονα, τους κουραμπιέδες και τα κουλουράκια, θα έπινα όλο τον καφέ και θα σνίφαρα όλη την άχνη ζάχαρη από το τραπεζάκι στην είσοδο και μετά θα ξέρναγα μεγαλειωδώς πάνω στις τηλεοράσεις, τα Laptop, τις ψηφιακές μηχανές και τα pc.

Τελικά μου άλλαξαν το Qtek, αλλά για όλο τον επόμενο μήνα δεν το χρησιμοποίησα καθώς από το σοκ επικοινωνούσα με τον έξω κόσμο μόνο μέσω mail, IM και chat.
Την μεθεπόμενη της πρωτοχρονιάς λοιπόν, με το MacBook (και την πλήρη συσκευασία του φυσικά) στο χέρι και ένα σακβουαγιάζ με όλα τα απαραίτητα στον ώμο (φυλλάδια και νόμους με τα δικαιώματα του καταναλωτή, δεύτερη μπαταρία για το κινητό, κράκερς, δυο μπανάνες, μπουκαλάκι με νερό, μια αλλαξιά ρούχα, χτένα, οδοντόβουρτσα – αυτά για την περίπτωση που καταλήγαμε στο αυτόφωρο) ξεκίνησα αποφασισμένος να γυρίσω πίσω είτε με ένα καινούργιο MacBook, είτε με μώλωπες, εκδορές και καταδίκη για εξύβριση και βιαιοπραγία.
Την στιγμή που περνούσα την είσοδο του καταστήματος, τίποτα δεν προδίκαζε τον επερχόμενο θρίαμβό μου. Μα τίποτα.
“Αγόρασα αυτό το MacBook προχθές και δεν δουλεύει. Είναι ελαττωματικού” πέταξα με σκληρό ύφος στον πρώτο άτυχο πωλητή που βρέθηκε μπροστά μου.
“Να το πάτε στον τεχνικό μας να το ελέγξει” μου απάντησε γρήγορα και την κοπάνησε φοβισμένος προς άγνωστη κατεύθυνση.
“Για φέρτο εδώ να το δούμε” μου είπε ο τεχνικός αφού του εξήγησα το πρόβλημα που παρουσίαζε το Mac.
“Ναι, μάλιστα, ανοίγει, ας το αφήσουμε λίγο να φορτίσει....ναι, όντως έχει ένα Χ η μπαταρία,...για περίμενε να βγάλω το ρεύμα....
(“μην με προδώσεις τώρα ρημάδι” σκέφτομαι...)
ΖΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΠΠΠΠΠΠΠ!!! (μαυρίλα)
“Μάλιστα, και πότε το αγόρασες αυτό; Προχθές; Τι 'ναι αυτά, πολύ σπάσιμο! Λοιπόν, πήγαινε πάνω να σου δώσουν καινούριο. Θα τους πάρω εγώ τηλέφωνο να τους ειδοποιήσω.”
Κατευθύνθηκα προς τις σκάλες αποσβολωμένος. Τι, αυτό ήταν; Που είναι οι αμφιβολίες, οι επιθετικές ερωτήσεις, τα υπονοούμενα ότι πρόκειται για δικό μου λάθος, η προσεκτική εξέταση της συσκευασίας για το αν λείπει έστω και το σελοτέιπ, οι φωνές, οι απειλές, το ντράβαλο ρε παιδί μου;
Βγαίνοντας από το Public, κρατώντας σφιχτά το καινούριο μου Mac, δεν μπορούσα παρά να νιώθω αισιοδοξία για τον καινούριο χρόνο, για τις αλλαγές που αρχίζουν σιγά σιγά να συμβαίνουν, για ένα μέλλον όπου όλα στην Ελλάδα θα λειτουργούν όπως και στον υπόλοιπο πολιτισμένο κόσμο.
Αυτό, μέχρι την στιγμή που διασχίζοντας το φανάρι στο Σύνταγμα, με γρήγορο βήμα όπως μας μάθανε στο σχολείο, ο Σταμάτης εμφανίστηκε πριν καλά καλά φτάσω στην μέση της διαδρομής. Την αμέσως επόμενη στιγμή ένιωσα ένα άγγιγμα στο πόδι μου από τον προφυλακτήρα του αυτοκινήτου του Ελληνάρα οδηγού, ο οποίος μαρσάριζε, κορνάριζε, έβριζε και κάπνιζε ταυτόχρονα. Βρε μπράβο multitasking, πρέπει να είναι Core Duo ο τύπος, σκέφτηκα, πριν γυρίσω προς το μέρος του.
Τελικά, πάλι καλά που πήρα το σακβουαγιάζ μαζί μου.